- ὑπέκλεψα
- ὑποκλέπτωsteal from underaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκλέπτω — υποκλέπτω, υπέκλεψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής